- μονοθελῆται
- μονο-θελῆται, οἱ, die Christo nur einen Willen Zuschreibenden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονοθελήτες — οι (Μ μονοθελῆται) εκκλ. οι οπαδοί τής αίρεσης τού μονοθελητισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θελῆται, πληθ. τού θελητής < θέλω] … Dictionary of Greek
μονοθελητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μονοθελήτες ή στην αίρεση τού μονοθελητισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monothelitic < monothelite < μονοθελήται. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αναστάσιο Δ. Κυριάκο] … Dictionary of Greek
μονοθελητισμός — Χριστιανική αίρεση, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς είχε δύο φύσεις και μια θέληση. Ο Μ. θεωρείται απότοκος της προσπάθειας του αυτοκράτορα Ηράκλειου να συμβιβάσει τους μονοφυσίτες και τους ορθόδοξους χριστιανούς. Οι αυτοκρατορικές όμως… … Dictionary of Greek